- λιθόρρινος
- λιθόρρινος, -ον (Α)(για οστρακόδερμα) αυτός που έχει λίθινο, σκληρό δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + ῥινός «δέρμα ζωντανού ανθρώπου» (πρβλ. λιπό-ρρινος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας … Dictionary of Greek
λιθορρίνων — λιθορρί̱νων , λιθόρρινος with stony skin masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)